- θερμιοντικός
- και εσφ. τ. θερμιονικός, -ή, -όο σχετικός με εκπομπή ιόντος ή ηλεκτρονίου η οποία οφείλεται στην υψηλή θερμοκρασία τού σώματος από το οποίο προέρχεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermionic < therm- (πρβλ. θερμ(ο)- + -ionic (πρβλ. ιοντικός < ιόν < ιέναι)].
Dictionary of Greek. 2013.